- ψηλωσιά
- η, Ν1. το ψήλωμα2. οικοδόμηση, το να υψώνονται οι τοίχοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψηλωσ- τού ψηλώνω (πρβλ. αόρ. ψήλωσα) + κατάλ. -ιά (πρβλ. σκαλωσ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψηλωσιά — η 1. ύψος. 2. ψήλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστραποκαμένος — η, ο αυτός που κάηκε από κεραυνό (κυριολ. και μτφ): Στην ψηλωσιά εκείνη αρκετά έλατα ήταν αστραποκαμένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)